χαλμπούκι
(σύνδ.)
χαλμπούκι
[xalˈbuci]
Αξ., Φάρασ.
Από τον τουρκ. συνδ. hâlbuki= παραταύτα, αν και, ενώ.
Εναντιωματ. σύνδ., παραταύτα, μολαταύτα
ό.π.τ.
:
Σκοτιάνεν. Χαλμπούκι βαβά τ'νε αφήκεν ντα και περέμεν
(Σκοτείνιασε. Μολαταύτα ο πατέρας τους τα εγκατέλειψε και έφυγε)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.