ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

χαλμπούκι (σύνδ.) χαλμπούκι [xalˈbuci] Αξ., Φάρασ. Από τον τουρκ. συνδ. hâlbuki= παραταύτα, αν και, ενώ.
Εναντιωματ. σύνδ., παραταύτα, μολαταύτα ό.π.τ. : Σκοτιάνεν. Χαλμπούκι βαβά τ'νε αφήκεν ντα και περέμεν (Σκοτείνιασε. Μολαταύτα ο πατέρας τους τα εγκατέλειψε και έφυγε) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ.