χάλι
(ουσ. ουδ.)
χάλι
[ˈxali]
Ουλαγ., Σινασσ., Φάρασ.
χάλ'
[xal]
Μαλακ., Μισθ., Ουλαγ., Τελμ.
Νεότ. ουσ. χάλι, το οπ. από το τουρκ. ουσ. hal = α) κατάσταση β) δύναμη γ) συμπεριφορά δ) ποιότητα ε) κακή κατάσταση στ) ενεστώτας ζ) πτώση.
1. Κατάσταση
ό.π.τ.
:
Εκείνο λάσε το χάλι τ', γκι εκείνο έdεκεν ντο ένα ψωμί
(Εκείνο (ενν. το παιδί) της είπε για την καταστασή του κι εκείνη του έδωσε ένα ψωμί)
Ουλαγ.
-Dawk.
Ντο χάλι μ' φενά 'ναι
(Η κατάστασή μου είναι άσχημη)
Ουλαγ.
-Κεσ.
Ούλοι σε θυμούνdαι και ρωτούν το χάλι σ'
(Όλοι σε θυμούνται και ρωτούν την κατάστασή σου)
Σινασσ.
-Λεύκωμα
Toύτσης ζαβαλής πεσάνασι τρεις κόρες τσης, χάλια ρεν είσ̑ι να καλαdζ̑έψει
(Αυτής της καημένης πέθαναν τρεις κόρες της, δεν ήταν σε κατάσταση να μιλήσει)
Σίλ.
-Καρίπ.
Έρ να ήτουν το γι̂σ̑καλάκι σο καρύδιν πάνου τσ̑αι να ξείλτσεν ατσ-σε σο τζ̑ουφάλι μου, πα χα 'ινεί το μόν το χάλι
(Αν ήταν το κολοκύθι πάνω στην καρυδιά, και αν έπεφτε έτσι στο κεφάλι μου, τι θα γινόταν η δική κατάσταση (η υγεία μου);)
Φάρασ.
-Θεοδ.Παραδ.
|| Φρ.
Το χάλι σας τούς ένι;
(Πώς είναι η κατάσταση, ενν. της υγείας σας;˙ Πώς είσθε; Τι κάνετε· χαιρετισμός)
Φάρασ.
-Ανδρ.
|| Παροιμ.
Το χορτασμένο άρωπος τσ̑ί ξεύρει αζ νηστσ̑ικού το χάλ';
(Ο χορτασμένος άνθρωπος τι ξέρει από την κατάσταση του νηστικού ˙ Δεν μπορούμε να καταλάβουμε την φτώχεια αν δεν την ζήσουμε)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
2. Τύχη
Τελμ.
:
Εbίσεν το χάλ' μας
(Τελείωσε η (καλή) τύχη μας)
Τελμ.
-Dawk.
3. Μειωτ., ποιότητα, είδος, σόι
Σίλ.
:
'να χάλ' σίαγμα 'ναι αυτό;
(Τι σόι φτιάξιμο είναι αυτό; )
Σίλ.
-Κωστ.Σ.