ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

χάλι (ουσ. ουδ.) χάλι [ˈxali] Ουλαγ., Σινασσ., Φάρασ. χάλ' [xal] Μαλακ., Μισθ., Ουλαγ., Τελμ. Νεότ. ουσ. χάλι, το οπ. από το τουρκ. ουσ. hal = α) κατάσταση β) δύναμη γ) συμπεριφορά δ) ποιότητα ε) κακή κατάσταση στ) ενεστώτας ζ) πτώση.
1. Κατάσταση ό.π.τ. : Εκείνο λάσε το χάλι τ', γκι εκείνο έdεκεν ντο ένα ψωμί (Εκείνο (ενν. το παιδί) της είπε για την καταστασή του κι εκείνη του έδωσε ένα ψωμί) Ουλαγ. -Dawk. Ντο χάλι μ' φενά 'ναι (Η κατάστασή μου είναι άσχημη) Ουλαγ. -Κεσ. Ούλοι σε θυμούνdαι και ρωτούν το χάλι σ' (Όλοι σε θυμούνται και ρωτούν την κατάστασή σου) Σινασσ. -Λεύκωμα Toύτσης ζαβαλής πεσάνασι τρεις κόρες τσης, χάλια ρεν είσ̑ι να καλαdζ̑έψει (Αυτής της καημένης πέθαναν τρεις κόρες της, δεν ήταν σε κατάσταση να μιλήσει) Σίλ. -Καρίπ. Έρ να ήτουν το γι̂σ̑καλάκι σο καρύδιν πάνου τσ̑αι να ξείλτσεν ατσ-σε σο τζ̑ουφάλι μου, πα χα 'ινεί το μόν το χάλι (Αν ήταν το κολοκύθι πάνω στην καρυδιά, και αν έπεφτε έτσι στο κεφάλι μου, τι θα γινόταν η δική κατάσταση (η υγεία μου);) Φάρασ. -Θεοδ.Παραδ. || Φρ. Το χάλι σας τούς ένι; (Πώς είναι η κατάσταση, ενν. της υγείας σας;˙ Πώς είσθε; Τι κάνετε· χαιρετισμός) Φάρασ. -Ανδρ. || Παροιμ. Το χορτασμένο άρωπος τσ̑ί ξεύρει αζ νηστσ̑ικού το χάλ'; (Ο χορτασμένος άνθρωπος τι ξέρει από την κατάσταση του νηστικού ˙ Δεν μπορούμε να καταλάβουμε την φτώχεια αν δεν την ζήσουμε) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ.
2. Τύχη Τελμ. : Εbίσεν το χάλ' μας (Τελείωσε η (καλή) τύχη μας) Τελμ. -Dawk.
3. Μειωτ., ποιότητα, είδος, σόι Σίλ. : 'να χάλ' σίαγμα 'ναι αυτό; (Τι σόι φτιάξιμο είναι αυτό; ) Σίλ. -Κωστ.Σ.