χαλαγίκι
(ουσ. θηλ.)
χαλαγι̂́κ'
[xalaˈɣɯk]
Ουλαγ.
χαλαΐκ'
[xalaˈik]
Αραβαν., Ουλαγ.
Πληθ.
χαλαγι̂́κια
[xalaˈɣɯca]
Ουλαγ.
Από το τουρκ. ουσ halayık = α) σκλάβα β) υπηρέτρια.
Υπηρέτης
:
Nτο πατισ̑άχ τσ̑Ιγι̂ρσε κι ούλα ντα χαλαγιούκια τ'
(Ο βασιλιάς φώναξε και όλους τους υπηρέτες του)
Ουλαγ.
-Dawk.
Συνών.
γούλι, κιζίρης, μίσταργος :1, χιζμετκιάρης