ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

χαλαγίκι (ουσ. θηλ.) χαλαγι̂́κ' [xalaˈɣɯk] Ουλαγ. χαλαΐκ' [xalaˈik] Αραβαν., Ουλαγ. Πληθ. χαλαγι̂́κια [xalaˈɣɯca] Ουλαγ. Από το τουρκ. ουσ halayık = α) σκλάβα β) υπηρέτρια.
Υπηρέτης : Nτο πατισ̑άχ τσ̑Ιγι̂ρσε κι ούλα ντα χαλαγιούκια τ' (Ο βασιλιάς φώναξε και όλους τους υπηρέτες του) Ουλαγ. -Dawk. Συνών. γούλι, κιζίρης, μίσταργος :1, χιζμετκιάρης