ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

χαλασμός (ουσ. αρσ.) χαλασμός [xalaˈzmos] Μαλακ., Σινασσ. Από το μεταγν. ουσ. χαλασμός.
Χαλασμός, καταστροφή ό.π.τ. : || Ασμ. Ελάτε διείτε χάλασμο, διείτε αναπαπούλα,
διείτε κι ένα κατακλυσμό που δέ 'νοτον ποτές μου
((Ελάτε δείτε χαλασμό, δείτε αναμπουμπούλα,
δείτε κι έναν κατακλυσμό που ποτέ δεν ξανάγινε) )
Σινασσ. -Λεύκωμα
Συνών. μαφ, τελέφι :1, χιρμάς