ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

χαλβετέρ (ουσ. ουδ.) χαλβετέρ [xalveˈter] Ανακ., Αξ., Δίλ., Μαλακ., Σινασσ., Φλογ. χαλβεdέρ [halveˈder] Σινασσ. χαλβατέρ [xalvaˈter] Τζαλ., Φλογ. χαλβαdέρ [xalvaˈder] Φλογ. χελβετέρ [çelveˈter] Σίλατ. Από το τουρκ. διαλεκτ. ουσ. halveter =χαλβάς από πετιμέζι και αλεύρι (THADS, λ. halveter).
Είδος χαλβά, γλύκισμα από αλεύρι, βούτυρο και πετιμέζι ό.π.τ. : Είχα εγώ το σέτερο την όρεξη να σας ποίκω χαλβετέρ· το βούτ'ρο πού έν'; Το πακμάζ' πού έν'; (Είχα εγώ την όρεξή σας να σας φτιάξω χαλβά· το βούτυρο πού είναι; το πετιμέζι πού είναι;) Σινασσ. -Τακαδόπ. Για τα ποθαμένα μοίραζαν κόλλ'βα για χαλβετέρ (Εις μνήμην των πεθαμένων μοιράζαμε κόλλυβα ή χαλβά) Δίλ. -ΙΛΝΕ 887 Χαλβετέρ φκιάισ̑καν κάθε γιορτή και μοίραζαν φον βγαίνισ̑καν ασ' σο νεκκλησ̑ά (Χαλβά έφτιαχναν σε κάθε γιορτή, και μοίραζαν όταν έβγαιναν από την εκκλησία) Φλογ. -ΙΛΝΕ 812