χαλβετέρ
(ουσ. ουδ.)
χαλβετέρ
[xalveˈter]
Ανακ., Αξ., Δίλ., Μαλακ., Σινασσ., Φλογ.
χαλβεdέρ
[halveˈder]
Σινασσ.
χαλβατέρ
[xalvaˈter]
Τζαλ., Φλογ.
χαλβαdέρ
[xalvaˈder]
Φλογ.
χελβετέρ
[çelveˈter]
Σίλατ.
Από το τουρκ. διαλεκτ. ουσ. halveter =χαλβάς από πετιμέζι και αλεύρι (THADS, λ. halveter).
Είδος χαλβά, γλύκισμα από αλεύρι, βούτυρο και πετιμέζι
ό.π.τ.
:
Είχα εγώ το σέτερο την όρεξη να σας ποίκω χαλβετέρ· το βούτ'ρο πού έν'; Το πακμάζ' πού έν';
(Είχα εγώ την όρεξή σας να σας φτιάξω χαλβά· το βούτυρο πού είναι; το πετιμέζι πού είναι;)
Σινασσ.
-Τακαδόπ.
Για τα ποθαμένα μοίραζαν κόλλ'βα για χαλβετέρ
(Εις μνήμην των πεθαμένων μοιράζαμε κόλλυβα ή χαλβά)
Δίλ.
-ΙΛΝΕ 887
Χαλβετέρ φκιάισ̑καν κάθε γιορτή και μοίραζαν φον βγαίνισ̑καν ασ' σο νεκκλησ̑ά
(Χαλβά έφτιαχναν σε κάθε γιορτή, και μοίραζαν όταν έβγαιναν από την εκκλησία)
Φλογ.
-ΙΛΝΕ 812