χακίκατεν
(επίρρ.)
χακίκατεν
[xaˈcikaten]
Αραβαν.
Aπό το τουρκ. (< αραβ.) επίρρ. hakikaten = αληθινά, πραγματικά.
Αληθινά
Συνών.
αληθινά