ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

χαΐρι (ουσ. ουδ.) χαΐρι [xaˈiri] Αφσάρ., Κίσκ., Σίλ., Τσουχούρ., Φάρασ. χαΐρ' [xaˈir] Ανακ., Μισθ., Φάρασ., Φλογ. Νεότ. ουσ. χαΐρι, το οπ. από το τουρκ. ουσ. hayır (hayrı) = α) καλό, καλοσύνη β) προκοπή γ) όφελος δ) ελεημοσύνη.
1. Προκοπή, ωφέλεια ό.π.τ. : Η αροσύνη μου σ’ εσένα α χαΐρι τζ̑ό ’σ̑ει (Η υγεία μου δεν έχει ωφέλεια σε σένα) Φάρασ. -Dawk. Κι εγώνα αb' εσέ τι χαΐρ' να διω; (Κι εγώ από σένα ποια ωφέλεια να δω;) Φλογ. -Dawk. Αμάν, απ' τον πελεκάδι χαΐρι τζό 'χουμε (Αμάν, από την Ελλάδα προκοπή δεν θα έχουμε) Κίσκ. -ΚΜΣ-ΚΠ376 Ατό σ' εσένα χαΐρι τζ̑ό 'σ̑ει (Αυτό για σένα δεν έχει ωφέλεια) Φάρασ. -Αναστασ. Να δεις του αντρού σ' το χαΐρ' (Να δεις την προκοπή του άντρα σου, ως ευχή) Ανακ. -Κωστ.Α. Του μαχτουσμού μου το χαΐρι να μη το ιδώ (Να μην δω την προκοπή του παιδιού μου· ως όρκος) Φάρασ. -ΚΜΣ-Θεοδ. Η Παναΐα να τα 'υρίσει χαΐρι! (Η Παναγία να τα γυρίσει σε καλό) Σίλ. -ΚΜΣ-ΛΚ6 || Φρ. Το χαΐρι τ' με το θωρώ (Να μην βλέπω προκοπή˙ Ως όρκος) Φλογ. -ΚΕΕΛ 1361 || Παροιμ. 'ς χώρας τα 'ρνίθε κακαρίζουν, ε μες τους χαΐρ' έχουν (Οι ξένες κότες κακαρίζουν, σε μας τι όφελος δίνουν˙ Δεν έχουμε κανένα όφελος από τα πλούτη άλλων) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. Το καό το ισάνι έσ̑ει τσ̑αι σ' ετσ̑είνονα χαΐρι τσ̑αι σο γοντσή (Ο καλός ο άνθρωπος ωφελεί και τον εαυτό του και το γείτονα˙ Για την σημασία της καλοσύνης) Φάρασ. -Κελεκ. Συνών. απολαβή :2, γκετσίμι, κερεμέτι, προκοπή
2. Καλή πράξη, ευεργεσία ό.π.τ. : Τσιπ τουνι ποίκανι χαΐρι (Όλοι τους μιά καλή πράξη) Αφσάρ. -Dawk. || Φρ. Σ̑άνου ντου χαΐρ' (Το κάνω χαΐρι, δώρο˙ Φράση με την οποία έκλειναν μιά συμφωνία) Μισθ. -Κωστ.Μ. Χαΐρ' ολά (Να βγει καλό˙ Ως απάντηση σε όποιον έλεγε ότι είδε ένα όνειρο) Ανακ. -Κωστ.Α. || Παροιμ. Ποίτσ̑ε χαΐρι, ένι 'ς του πας σο Χριστό τσ̑άφ καό (Κάνε ελεημοσύνη, είναι από το να πας στον Άγιο Τἀφο πιο καλό˙ Για τη μεγάλη αξία της ελεημοσύνης) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ.
3. Δύναμη, διάθεση Μισθ. : Χιτς χαΐρ' ντεν έχου, τσείμι αστενάρ' (Δεν έχω καθόλου δύναμη, είμαι άρρωστος) Μισθ. -Κοτσαν. Ογώ ντεν έχω κουράγιο, χαϊρ' άλλου ντεν έχου (Εγώ δεν έχω κουράγιο, δεν έχω άλλη δύναμη) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ.