ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

χαΐνης (επίθ.) χαΐνης [xaˈinis] Φάρασ. χαΐνι [xaˈini] Φάρασ. χαΐν' [xaˈin] Φάρασ. Θηλ. χαΐν’τ͑σα [xaˈin tʰsa] Φάρασ. Από το νεότ. ουσ. χαΐνης (βλ. Λεξ. Σομ., λ. τζελαλής), το οπ. από το τουρκ. επίθ. hain = α) προδότης β) απατεώνας γ) αχάριστος (< αραβ. ḫāʾin).
1. Προδότης Συνών. μουζεβίρης :1, μουζεβιρτσής
2. Αχάριστος Συνών. μεμουνσούζη :1
3. Παλιάνθρωπος