χαΐνης
(επίθ.)
χαΐνης
[xaˈinis]
Φάρασ.
χαΐνι
[xaˈini]
Φάρασ.
χαΐν'
[xaˈin]
Φάρασ.
Θηλ.
χαΐν’τ͑σα
[xaˈin tʰsa]
Φάρασ.
Από το νεότ. ουσ. χαΐνης (βλ. Λεξ. Σομ., λ. τζελαλής), το οπ. από το τουρκ. επίθ. hain = α) προδότης β) απατεώνας γ) αχάριστος (< αραβ. ḫāʾin).
1. Προδότης
Συνών.
μουζεβίρης :1, μουζεβιρτσής
2. Αχάριστος
Συνών.
μεμουνσούζη :1
3. Παλιάνθρωπος