χαίνω
(ρ.)
Παρατατ.
έχανα
[ˈexana]
Φάρασ.
Από το μεταγν. ρ. χαίνω = χάσκω, μένω με ανοικτό στόμα, πβ. και αρχ. χάσκω.
Χάσκω, μένω ανοικτός
:
Έχανεν το στόμαν ντου
(Το στόμα του ήταν ορθάνοιχτο)
Φάρασ.
-Dawk.