χαϊρλούς
(επίθ.)
χαϊρλούς
[xairˈlus]
Αφσάρ., Φάρασ.
χαϊλ-λούς
[xailˈlus]
Φάρασ.
χαϊρλού
[xairˈlu]
Μαλακ., Μισθ., Σινασσ., Φλογ.
χαερλού
[xaerˈlu]
Τελμ.
χαγιρλού
[xaʝirˈlu]
Σινασσ.
Πληθ.
χαϊρλούδια
[xairˈluðʝa]
Φλογ.
χαϊλούδε
[xailuðe]
Φάρασ.
Θηλ.
χαϊρλούσα
[xairˈlusa]
Αφσάρ.
χαϊλ-λούσα
[xailˈlusa]
Φάρασ.
Ουδ.
χαϊρλίντ'κο
[xairˈlidko]
Τροχ.
Από το νεότ. επίθ. χαϊρλής, το οπ. από το τουρκ. επίθ. hayırlı = α) ωφέλιμος β) ευοίωνος γ) καλός, όμορφος.
1. Ευοίωνος, αίσιος
ό.π.τ.
:
Χαϊρλού μέρα
(Αίσια μέρα)
Μισθ.
Χαϊρλού!
(Καλορρίζικο!, ευχή για νέο σπίτι)
Μισθ., Σινασσ.
-Κωστ.Μ.
Να μι δώκεις ένα χαϊρλού ολούμ
(Να μου δώσεις έναν καλό θάνατο· προσευχή)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Να μες δώσεις χαϊλούδε γι̂σμάτι
(Να μας δώσεις καλή τύχη)
Φάρασ.
-Λουκ.Πετρ.
Η χαϊρλούσα ήρτιν
(Η καλότυχη ήρθε)
Αφσάρ.
-Αναστασ.
Γιαβρούμ να 'ένεις χαερλού
(Παιδί μου να είσαι τυχερό)
Τελμ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
Συνών.
γουρλής, καντεμλής, μπαχτλού :1, Αντίθ
γρουσούζης, σακάρι, χαϊρσούζης
2. Προκομμένος, άξιος
ό.π.τ.
:
Ας γενούν χαϊρλούδια, Θεός ας σας ποίκ' φωτισμένα
(Ας γίνουν άξια, ο Θεός να σας τα κάνει προκομμένα)
Φλογ.
-ΚΕΕΛ 1361
Συνών.
ζορλούς, φωτίζω, Αντίθ
χαϊρσούζης, Συνών.
χασατλής :1
3. Ωφέλιμος
ό.π.τ.