ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

γρουσούζης (επίθ.) ογουρσούζης [oɣurˈsuzis] Σίλατ., Φάρασ. ογουρσούζ' [oɣurˈsuz] Ανακ., Δίλ., Μαλακ., Μισθ. γουρσούζης [ɣurˈsuzis] Μισθ. Θηλ. ογουρσούζα [oɣurˈsuza] Φάρασ. Ουδ. ογουρσούζι [oɣurˈsuzi] Φάρασ. Πληθ. ογουρσούζια [oɣurˈsuzʝa] Μαλακ. Aπό το τουρκ. επίθ. uğursuz = α) άτυχος β) που φέρνει κακοτυχία. Ο τύπ. γουρσούζης ήδη νεότ. (πβ. Καλλίν. Ἐπιστ. 1.13.1490 «Οἱ μὲν εἶναι ἐργατικοί, οἱ δὲ ἐξεναντίας τεμπέληδες, γουρσούζηδες ὅλοι ἐπ’ ἀληθεία»).
1. Δυσοίωνος, αυτός που φέρνει κακοτυχία, γρουσούζης ό.π.τ. : Έτο ινσάνος είν’ ογουρσούζ' (Αυτός ο άνθρωπος είναι γρουσούζης) Δίλ. -ΙΛΝΕ 887 Ογουρσούζ' μέρα 'ναι σ̑ήμερα (Σήμερα είναι δυσοίωνη μέρα) Δίλ. -ΙΛΝΕ 887 Συνών. σακάρι, χαϊρσούζης, Αντίθ γουρλής :1, καντεμλής, μπαχτλού :1, χαϊρλούς
2. Δύστροπος, μοχθηρός Συνών. λέπρος :2, μισκίνης, τσαπχίν :1, χουισούζ