ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

γρόσι (ουσ. ουδ.) γρόσι [ˈɣrosi] Ανακ. γρόσ' [ɣros] Ανακ., Σινασσ., Τροχ. γρούσ' [ɣrus] Φλογ. γρούσ̑ι [ɣruʃi] Σίλ. γρούσ̑' [ɣruʃ] Αραβαν., Μαλακ., Μισθ. Πληθ. γρόσια [ˈɣrosça] Ανακ. γρόσ̑α [ˈɣroʃa] Ανακ., Δίλ., Σίλατ. γρούσα [ˈɣrusa] Κίσκ., Μισθ. γρούσ̑α [ˈɣruʃa] Ανακ., Αξ., Αραβ., Δίλ., Φλογ. γρούσια [ˈɣrusça] Αφσάρ. γρούσ̑ε [ˈɣruʃe] Φάρασ. Mεσν. ουσ. γρόσι, το οπ. από το βενετ. ουσ. grosso. Οι τύπ. με γρου- μέσω του τουρκ. kuruş.
1. Nόμισμα αξίας 1/100 της τουρκικής λίρας ή 40 παράδων ό.π.τ. : Πεντακόσ̑α γρούσ̑α κρεύω (Θέλω πεντακόσια γρόσια) Φλογ. -Dawk. Στο μάδο δίνισ̑καμ’ μεροκάματο δύο γρόσ̑α (Στο θέρισμα δίναμε μεροκάματο δύο γρόσια) Δίλ. -ΙΛΝΕ 887 T' οχά ντου παιρνόσκαμ' ντα τέσσερα γρούσ̑α (Την οκά του την αγοράζαμε τέσσερα γρόσια) Σίλ. -Κωστ.Σ. Απ' ἐδώ 'σ' το λάσ̑ιμο σ' πόσα γρούσ̑α qαζαντάς; (Για αυτό το όργωμα που έκανες πόσα γρόσια ζητάς;) Φλογ. -ΚΕΕΛ 1361 || Φρ. Το γρόσ' ποίκεν το ζολώτα (Το γρόσι το έκανε ζλότυ˙ Μεγαλοποιεί τα γεγονότα, υπερβάλλει) Σινασσ. -Λεύκωμα
2. Συνεκδοχ., τα χρήματα, τα πλούτη Φάρασ. : || Παροιμ. Κακκαβίζουν ντα γρούσ̑ε σου (Μιλάνε τα λεφτά σου˙ οι πλούσιοι κάνουν ό,τι θέλουν) Φάρασ., ό.π.τ. -Λουκ.Λουκ. Συνών. άσπρος :2, βαρλίκι, βιος, κόμμα, λογάρι, παράς