βαρλίκι
(ουσ. ουδ.)
βαρλίκ'
[varˈlik]
Σινασσ.
βαρλι̂́χ'
[varˈlɯx]
Φλογ.
Από το τουρκ. ουσ. varlık = α) ύπαρξη, οντότητα, προσωπικότητα β) υλικά αγαθά, πλούτη γ) οικονομική άνεση δ) παρουσία.
Πλούτος, πλούτη
ό.π.τ.
:
Βαρλι̂́χ' έχομε πολύ, για φσ̑άγα δεν έχομε
(Πλούτη έχουμε πολλά, αλλά παιδιά δεν έχουμε)
Φλογ.
-ΚΕΕΛ 1361
Συνών.
βαρλίκι, βιος, γρόσι :2, ζεγκιννίκι, λογάρι