ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

βαρλίκι (ουσ. ουδ.) βαρλίκ' [varˈlik] Σινασσ. βαρλι̂́χ' [varˈlɯx] Φλογ. Από το τουρκ. ουσ. varlık = α) ύπαρξη, οντότητα, προσωπικότητα β) υλικά αγαθά, πλούτη γ) οικονομική άνεση δ) παρουσία.
Πλούτος, πλούτη ό.π.τ. : Βαρλι̂́χ' έχομε πολύ, για φσ̑άγα δεν έχομε (Πλούτη έχουμε πολλά, αλλά παιδιά δεν έχουμε) Φλογ. -ΚΕΕΛ 1361 Συνών. βαρλίκι, βιος, γρόσι :2, ζεγκιννίκι, λογάρι