ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

βαρετά (επίρρ.) βαρετά [vareˈta] Τροχ. Μεσν. επίρρ. βαρετά = αυστηρά, το οπ. από το μεσν. επίθ. βαρετός = α) βαρύς β) κουραστικός γ) σοβαρός, σημαντικός, δ) που προκαλεί βαρεμάρα ή ενόχληση, και το παραγωγ. επίθμ. .
Πιο διαλεκτικά, «βαριά» γλωσσικά : Εμείς λέισ̑καμ’ ντα πιο βαρετά, για να μη μας γροικούν (Εμείς τα λέγαμε πιο «βαριά», για να μη μας καταλαβαίνουν) Τροχ. -ΙΛΝΕ 1555
Τροποποιήθηκε: 02/07/2025