βαρετά
(επίρρ.)
βαρετά
[vareˈta]
Τροχ.
Μεσν. επίρρ. βαρετά = αυστηρά, το οπ. από το μεσν. επίθ. βαρετός = α) βαρύς β) κουραστικός γ) σοβαρός, σημαντικός, δ) που προκαλεί βαρεμάρα ή ενόχληση, και το παραγωγ. επίθμ. -ά.
Πιο διαλεκτικά, «βαριά» γλωσσικά
:
Εμείς λέισ̑καμ’ ντα πιο βαρετά, για να μη μας γροικούν
(Εμείς τα λέγαμε πιο «βαριά», για να μη μας καταλαβαίνουν)
Τροχ.
-ΙΛΝΕ 1555
Τροποποιήθηκε: 02/07/2025