ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

βαριά (επίρρ.) βαρα̈́ [vaˈræ] Φάρασ. βαριά [vaˈrʝa] Ανακ., Αξ., Γούρδ., Σίλ., Σινασσ., Φλογ. Από το μεσν. επίρρ. βαρέα. Ο τύπ. βαριά ήδη μεσν.
1. Βαριά Σίλ., Φλογ. : Βαριά γηκούγουσ̑ι τ' αφτσ̑ά μου (Βαριά ακούνε τ' αφτιά μου) Σίλ. -Κωστ.Σ. Συνών. σεκλέτι
2. Δυνατά, έντονα, πολύ Αξ., Σίλ., Τελμ. : Βαριά πονεί τ' κιφάλι μου (Το κεφάλι μου πονά πολύ) -Κωστ.Σ. Τάρσεν ντο βαρειά (Το τράβηξε δυνατά) Αξ. -Dawk. Βαριά αστενάρ' 'ναι (Είναι βαριά άρρωστος) Φλογ. -ΚΕΕΛ 1361 Έβριξι πολύ βαριά (Έβρεξε πολύ δυνατά) Σίλ. -Κωστ.Σ. || Ασμ. Αν με χολιάσουν και βαριά, τον βασιλιό περνώ τον (Αν με θυμώσουν και πολύ, τον βασιλιά τον ξεπερνώ) Τελμ. -Lag. Βαριά βαριά μ' αγάπαες, τώρα με καργιοκόφτεις (Μ' αγαπούσες πολύ, τώρα με κόβεις κομματάκια) Ανακ. -ΙΛΝΕ 374 Συνών. δυνατά
3. Φρόνιμα Φάρασ. : Κάτσε βαρα̈́ (Κάτσε φρόνιμα) Φάρασ. -Ανδρ. || Παροιμ. Κάτσε στον ντόπο σου βαρα̈́ να σε σαϊτιέσουνε (Κάτσε στον τόπο σου φρόνιμα, για να σε εκτιμήσουν˙ είναι αρετή το να μην δημιουργεί κανείς αναταραχές) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. Συνών. ορθά, σορά
4. Αργά Σίλ. : Πολύ βαριά σωρεί τση ζουλειάν ντου (Πολύ αργά κάνει την δουλειά του) Σίλ. -Κωστ.Σ. Συνών. αγάλια :1, αργά, γιαβάς