βαριά
(επίρρ.)
βαρα̈́
[vaˈræ]
Φάρασ.
βαριά
[vaˈrʝa]
Ανακ., Αξ., Γούρδ., Σίλ., Σινασσ., Φλογ.
Από το μεσν. επίρρ. βαρέα. Ο τύπ. βαριά ήδη μεσν.
1. Βαριά
Σίλ., Φλογ.
:
Βαριά γηκούγουσ̑ι τ' αφτσ̑ά μου
(Βαριά ακούνε τ' αφτιά μου)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Συνών.
σεκλέτι
2. Δυνατά, έντονα, πολύ
Αξ., Σίλ., Τελμ.
:
Βαριά πονεί τ' κιφάλι μου
(Το κεφάλι μου πονά πολύ)
-Κωστ.Σ.
Τάρσεν ντο βαρειά
(Το τράβηξε δυνατά)
Αξ.
-Dawk.
Βαριά αστενάρ' 'ναι
(Είναι βαριά άρρωστος)
Φλογ.
-ΚΕΕΛ 1361
Έβριξι πολύ βαριά
(Έβρεξε πολύ δυνατά)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
|| Ασμ.
Αν με χολιάσουν και βαριά, τον βασιλιό περνώ τον
(Αν με θυμώσουν και πολύ, τον βασιλιά τον ξεπερνώ)
Τελμ.
-Lag.
Βαριά βαριά μ' αγάπαες, τώρα με καργιοκόφτεις
(Μ' αγαπούσες πολύ, τώρα με κόβεις κομματάκια)
Ανακ.
-ΙΛΝΕ 374
Συνών.
δυνατά
3. Φρόνιμα
Φάρασ.
:
Κάτσε βαρα̈́
(Κάτσε φρόνιμα)
Φάρασ.
-Ανδρ.
|| Παροιμ.
Κάτσε στον ντόπο σου βαρα̈́ να σε σαϊτιέσουνε
(Κάτσε στον τόπο σου φρόνιμα, για να σε εκτιμήσουν˙ είναι αρετή το να μην δημιουργεί κανείς αναταραχές)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
Συνών.
ορθά, σορά
4. Αργά
Σίλ.
:
Πολύ βαριά σωρεί τση ζουλειάν ντου
(Πολύ αργά κάνει την δουλειά του)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Συνών.
αγάλια :1, αργά, γιαβάς