βαρικό
(ουσ. ουδ.)
βαρ'κό
[varˈko]
Μισθ.
Από το μεσν. επίθ. βαρικός = αυτός που έχει πολλή υγρασία.
Τόπος λασπώδης και υγρός
Πβ.
τρυφερός :3