βαρυάζω
(ρ.)
βαρυάζω
[vaˈrʝazo]
Μαλακ., Φλογ.
Από το επίθ. βαρύς και το παραγωγ. επίθμ. -ιάζω.
1. Βαραίνω, αυξάνει το βάρος μου
Φλογ.
Συνών.
βαρυνίσκω, Αντίθ
ζαϊφλαντίζω, κιοτουλαντίζω :1, λεφτύνω :1, φτενεύω :1, ψελιανίσκω :2
2. Είμαι σοβαρά άρρωστος, είμαι βαριά
Μαλακ.