βαρυάζω
(ρ.)
βαρυάζω
[vaˈrʝazo]
Μαλακ., Φλογ.
Από το επίθ. βαρύς και το παραγωγ. επίθμ. -ιάζω.
2. Είμαι σοβαρά άρρωστος, είμαι βαριά
Μαλακ.