βαρώ
(ρ.)
βαρὠ
[vaˈro]
Ανακ., Μισθ.
βαρού
[vaˈru]
Σινασσ.
βαρ'νώ
[varˈno]
Σινασσ.
βαρίσ̑κω
[vaˈriʃko]
Ανακ.
Παρατατ.
εβάρυνα
[eˈvarina]
Σινασσ.
βάρυνα
[ˈvarina]
Σινασσ.
βάρισ̑κα
[ˈvariʃka]
Μισθ.
Μεταγν. ρ. βαρέω-ῶ. Ο τύπ. βαρ’νώ από το ρ. βαρύνω με τονισμό αναλογ. προς το βαρώ.
1. Προξενώ βάρος, λυπώ, ενοχλώ, στενοχωρώ
Ανακ., Σινασσ.
:
Του βαρ'νεί
(Του κακοφαίνεται)
Σινασσ.
-ΙΛΝΕ
|| Ασμ.
Ούτε τα ρούχα μου βαρούν ούτε τ' ασημικά μου
μόν' έσφαξαν το ταίρι μου πάνω στα γόνατά μου
εκείν' εμέν' εβάρυνε, 'πόμειν' από τη συντροφιά μου (Ούτε τα ρούχα μου με βαραίνουν ούτε τα κοσμήματά μου
Mόνο που έσφαξαν το ταίρι μου πάνω στα γόνατά μου
Aυτό με στεναχώρησε, που έχασα την συντροφιά του) Σινασσ. -Lag. Nύμφη, γιατί απόμ'νεικες από την συντροφιά σου;
Εσέν τα ρούχα σου βάρυναν γιόχσα τ' ασημικά σου;
ούτε τα ρούχα μου βαρούν ούτε τ' ασημικά μου
μόν' έσφαξαν το ταίρι μου πάνω στα γόνατά μου (Nύφη, γιατί έμεινες πίσω από την συντροφιά σου;
Σε βάρυναν τα ρούχα σου ή μήπως τ' ασημικά σου;
ούτε τα ρούχα μου βαραίνουν ούτε τ' ασημικά μου
μονο που έσφαξαν το ταίρι μου πάνω στα γόνατά μου) Σινασσ. -Lag. Συνών. βαρώ :1, λαχαίνω, ντοχαντίζω, σοϊλετουρντίζω, τσιμπώ, φτάνω
μόν' έσφαξαν το ταίρι μου πάνω στα γόνατά μου
εκείν' εμέν' εβάρυνε, 'πόμειν' από τη συντροφιά μου (Ούτε τα ρούχα μου με βαραίνουν ούτε τα κοσμήματά μου
Mόνο που έσφαξαν το ταίρι μου πάνω στα γόνατά μου
Aυτό με στεναχώρησε, που έχασα την συντροφιά του) Σινασσ. -Lag. Nύμφη, γιατί απόμ'νεικες από την συντροφιά σου;
Εσέν τα ρούχα σου βάρυναν γιόχσα τ' ασημικά σου;
ούτε τα ρούχα μου βαρούν ούτε τ' ασημικά μου
μόν' έσφαξαν το ταίρι μου πάνω στα γόνατά μου (Nύφη, γιατί έμεινες πίσω από την συντροφιά σου;
Σε βάρυναν τα ρούχα σου ή μήπως τ' ασημικά σου;
ούτε τα ρούχα μου βαραίνουν ούτε τ' ασημικά μου
μονο που έσφαξαν το ταίρι μου πάνω στα γόνατά μου) Σινασσ. -Lag. Συνών. βαρώ :1, λαχαίνω, ντοχαντίζω, σοϊλετουρντίζω, τσιμπώ, φτάνω
2. Χτυπώ
Ανακ., Μισθ.
:
Μι δου ξύλου βάρισ̑καν ντου
(Τον βάραγαν με το ξύλο)
Μισθ.
-ΙΛΝΕ 887
Συνών.
γιαναντίζω :3, κοπανίζω, κρούω :1, λαχαίνω :1, φαγίζω