ντοχαντίζω
(ρ.)
ντοχανdίζου
[doxan'dizu]
Μισθ.
τ͑οχανdίζω
[tʰoxanˈdizo]
Αφσάρ.
τοχανdίζου
[toxanˈdizu]
Σατ., Φάρασ.
τ͑οχαντι-έω
[tʰoxandiˈeo]
Φάρασ.
τοκανdού
[tokan'du]
Ουλαγ.
Αόρ.
τοχάντ'σα
[toʹxantsa]
Φάρασ.
Από το τουρκ. ρ. dokunmak = α) αγγίζω, πειράζω, β) χλευάζω, όπου και διαλεκτ. τύπ. dokanmak, tokanmak και tohunmak.
1. Πειράζω, ενοχλώ λεκτικά ή με πράξεις
ό.π.τ.
:
Ισύ πολύ με μη ντοχανdίεις
(Εσύ πολύ μη με πειράζεις)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Με ντο τοκανdάς
(Μην τον πειράζεις)
Ουλαγ.
-Κεσ.
Ντο έφαες τοκάν'σε σε
(Αυτό που έφαγες σε πείραξε)
Ουλαγ.
-Κεσ.
Κανείς τσ̑ο πορείγκιν να τοχανdίσει σο μητέ του
(Κανείς δεν μπορούσε να της πειράξει (να της χαλάσει) την διάθεσή της)
Φάρασ.
-Παπαδ.
Τοχανdίστην
(Πειράχτηκε, θίχτηκε)
Φάρασ.
-Παπαστ.-Καρακ.
Συνών.
βαρώ :1, λαχαίνω :2, σοϊλετουρντίζω, τσιμπώ, φτάνω :4
2. Σταματώ, εμποδίζω, σκαλώνω
Μισθ., Σατ.
:
Μούκα μ’ ντοχάντσι σου γουργούρι μ’
(Η μπουκιά σταμάτησε στον λαιμό μου)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Τσας δεβαίνουν τα πρόβατα να τοχανdίσουν τα πόστα τουν σο ’γκαθώνα το τέλι
(Καθώς περνούν τα πρόβατα, θα σκαλώνουν οι προβιές τους στο αγκαθωτό σύρμα)
Σατ.
-Παπαδ.
Αντίθ
ανοίγω, μπασλαντίζω, Συνών.
δένω :5, κόφτω :2, σταματίζω
3. Αγγίζω, ακουμπώ
Φάρασ.
:
Έφαϊν ίνα, τα 'πομεινά πάλι τσ̑ο τοχάντ'σιν
(Έφαγε ένα, ενώ τα υπόλοιπα δεν τα άγγιξε)
Φάρασ.
-Bağr.
Συνών.
εγγίζω, λαχαίνω :2
Τροποποιήθηκε: 05/06/2025