ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ντοχαντίζω (ρ.) ντοχαντίζου [doxan'dizu] Μισθ. τ͑οχαντίζω [tʰoxanˈdizo] Αφσάρ. τοχαντίζου [toxanˈdizu] Φάρασ. τ͑οχαντι-έω [tʰoxandiˈeo] Φάρασ. Υποτ. τοχανdίσου [toxanˈdisu] Σατ. Από το τουρκ. ρ. dokunmak = α) αγγίζω, πειράζω, β) χλευάζω, όπου και διαλεκτ. τύπ. dokanmak, tokanmak και tohunmak.
1. Πειράζω, ενοχλώ λεκτικά ή με πράξεις ό.π.τ. : Ισύ πολύ με μη ντοχαντίεις (Εσύ πολύ μη με πειράζεις) Μισθ. -Κοτσαν. Συνών. βαρώ, λαχαίνω :2, σοϊλετουρντίζω, τσιμπώ, φτάνω
2. Σταματώ, εμποδίζω Μισθ. : Μούκα μ’ ντοχάντσι σου γουργούρι μ’ (Η μπουκιά σταμάτησε στον λαιμό μου) Μισθ. -Κοτσαν.
3. Αμτβ., συναντώ κάποιο εμπόδιο Σατ. : Τσας δεβαίνουν τα πρόβατα να τοχανdίσουν τα πόστα τουν σο 'γκαθώνα το τέλι (Καθώς περνάνε τα πρόβατα θα σκαλώνουν οι προβιές τους στο αγκαθωτό σύρμα) Σατ. -Παπαδ.