ντρόπιασμα
(ουσ. ουδ.)
ντρόπιασμα
[ʹdropçazma]
Αραβαν.
τρόπιασμα
[ˈtropçazma]
Σίλ.
ντρόπιασμαν
[ˈtropçazman]
Σίλ.
Από το νεότ. ουσ. ντρόπιασμα, το οποίο από το ρ. ντροπιάζω, όπου και τύπ. τροπιάζομαι και το παραγωγ. επίθ. -μα.