ντρόπιασμα
(ουσ. ουδ.)
ντρόπιασμα
[ʹdropçazma]
Αραβαν.
τρόπιασμα
[ˈtropçazma]
Σίλ.
ντρόπιασμαν
[ˈtropçazman]
Σίλ.
Από το νεότ. ουσ. ντρόπιασμα, το οποίο από το ρ. ντροπιάζω, όπου και τύπ. τροπιάζομαι και το παραγωγ. επίθ. -μα.
Ντρόπιασμα, ντροπή
ό.π.τ.
:
Οπ’ τρόπιασμαν ντου ’ένηκι απάλης
(από την ντροπή του έγινε κόκκινος)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
|| Φρ.
Προσ’πους μου κατέβ’κι τσην η-γη οπ’ τρόπιασμα
(το πρόσωπο μου κατέβηκε στη γη από την ντροπή˙ ντράπηκα πολύ)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Συνών.
ντροπή