νυφιακός
(επίθ.)
νυφιακός
[nifçaˈkos]
Ανακ., Σινασσ.
Μεσν. ουσ. νυμφιακός, από το ουσ. νύμφη και το παραγωγ. επίθμ. -ιακός.
Νυφιάτικος
:
Ένα ζευγάρ’ νυφιακά μπότες με γουργούρια και με κοζάκια
Σινασσ.
-Λεύκωμα