νυφιακός
(επίθ.)
νυφιακός
[nifçaˈkos]
Ανακ., Μαλακ., Ποτάμ., Σινασσ., Φλογ.
Μεσν. ουσ. νυμφιακός, από το ουσ. νύμφη και το παραγωγ. επίθμ. -ιακός.
Νυφιάτικος
ό.π.τ.
:
Ένα ζευγάρ’ νυφιακά μπότες με γουργούρια και με κοζάκια
Σινασσ.
-Λεύκωμα
Τάισ̑καμ’ ένα μαντήλι, το σταυρό μου το νυφιακό
(Τάζαμε ένα μαντήλι, το σταυρό μου το νυφιάτικο)
Ποτάμ.
-ΚΜΣ-ΚΠ326