ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

νυφιακός (επίθ.) νυφιακός [nifçaˈkos] Ανακ., Μαλακ., Ποτάμ., Σινασσ., Φλογ. Μεσν. ουσ. νυμφιακός, από το ουσ. νύμφη και το παραγωγ. επίθμ. -ιακός.
Νυφιάτικος ό.π.τ. : Ένα ζευγάρ’ νυφιακά μπότες με γουργούρια και με κοζάκια Σινασσ. -Λεύκωμα Τάισ̑καμ’ ένα μαντήλι, το σταυρό μου το νυφιακό (Τάζαμε ένα μαντήλι, το σταυρό μου το νυφιάτικο) Ποτάμ. -ΚΜΣ-ΚΠ326