ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

νύχι (ουσ. ουδ.) νύχι [ˈniçi] Σινασσ. νύχ' [niç] Αραβαν., Μισθ., Σίλατ. νύσ̑ι [ˈniʃi] Αφσάρ., Κίσκ., Σίλ. νύσ̑' [ˈniʃ] Ανακ., Μαλακ., Σίλατ., Φάρασ., Φλογ. νύγ̑' [niʝ] Αξ. Από το μεσν. ουσ. νύχιν (< αρχ. ὀνύχιον).
1. Νύχι ό.π.τ. : Αλουγουιού νύχια (Του αλόγου τα νύχια) Μισθ. -Κοτσαν. Αιμώθαν τα νύσ̑ε τ'ς κάτου (Είχαν ματώσει τα νύχια της (από) κάτω) Φάρασ. -Dawk. Κονώθαν τα νύσ̑ια μ' (Έπεσαν τα νύχια μου) Σίλατ. -Χωλόπ. || Φρ. Πολεμά να χωρίσει το νύχι ασ' το κριάς (Πασχίζει να χωρίσει το νύχι από το κρέας˙ Για αυτούς που σπέρνουν διχόνοια μεταξύ συγγενών) Σινασσ. -Αρχέλ. || Παροιμ. Να νάσ̑' νύσ̑ε 'α ξυστείς, να μη νάσ̑' 'α σε φαν ντα φτείρε (Αν έχεις νύχια θα ξυστείς, αν δεν έχεις θα σε φάνε οι ψείρες˙ Για όσους δεν έχουν βοήθεια να καταφέρουν κάτι) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ.
2. Κατά πληθ., χρήματα Αραβαν. Συνών. γρόσι, λογάρι, παράς, κόμμα
3. Σκελίδα Σίλ., Φλογ. : Ένα νύσ̑ι σκόρντου (Μία σκελίδα σκόρδο) Σίλ. -Κωστ.Σ. Δώσ' με δυό τρία νύσ̑α (Δώσε μου δυό τρεις σκελίδες) Φλογ. -ΙΛΝΕ 812 Συνών. δόντι