νύχι
(ουσ. ουδ.)
νύχι
[ˈniçi]
Σινασσ.
νύχ'
[niç]
Αραβαν., Μισθ., Σίλατ.
νύσ̑ι
[ˈniʃi]
Αφσάρ., Κίσκ., Σίλ.
νύσ̑'
[ˈniʃ]
Ανακ., Μαλακ., Σίλατ., Φάρασ., Φλογ.
νύγ̑'
[niʝ]
Αξ.
Από το μεσν. ουσ. νύχιν (< αρχ. ὀνύχιον).
1. Νύχι
ό.π.τ.
:
Αλουγουιού νύχια
(Του αλόγου τα νύχια)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Αιμώθαν τα νύσ̑ε τ'ς κάτου
(Είχαν ματώσει τα νύχια της (από) κάτω)
Φάρασ.
-Dawk.
Κονώθαν τα νύσ̑ια μ'
(Έπεσαν τα νύχια μου)
Σίλατ.
-Χωλόπ.
|| Φρ.
Πολεμά να χωρίσει το νύχι ασ' το κριάς
(Πασχίζει να χωρίσει το νύχι από το κρέας˙ Για αυτούς που σπέρνουν διχόνοια μεταξύ συγγενών)
Σινασσ.
-Αρχέλ.
|| Παροιμ.
Να νάσ̑' νύσ̑ε 'α ξυστείς, να μη νάσ̑' 'α σε φαν ντα φτείρε
(Αν έχεις νύχια θα ξυστείς, αν δεν έχεις θα σε φάνε οι ψείρες˙ Για όσους δεν έχουν βοήθεια να καταφέρουν κάτι)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
3. Σκελίδα
Σίλ., Φλογ.
:
Ένα νύσ̑ι σκόρντου
(Μία σκελίδα σκόρδο)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Δώσ' με δυό τρία νύσ̑α
(Δώσε μου δυό τρεις σκελίδες)
Φλογ.
-ΙΛΝΕ 812
Συνών.
δόντι