ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

νύχτα (ουσ. θηλ.) νύχτα [ˈnixta] Ανακ., Καππ., Φλογ. ν̑ύχτα [ˈɲixta] Σίλ. νυέχτα [ˈɲexta] Σατ., Τσουχούρ., Φάρασ. Από το μεσν. ουσ. νύχτα (< αρχ. νύξ).
Νύχτα ό.π.τ. : Νύχτα ντο παιdί και μάνα τ' πάλ' πόμαν εκεί σα σπίτια (Τη νύχτα το παιδί και η μάνα του ακόμη παρέμειναν εκεί στο σπίτι) Φερτάκ. -Dawk. Σκοτεινά τη νυέχτα ήρταν οι Τούρτσ̑οι να πάρουν κορ'τσόκκα (Τη νύχτα μέσα στο σκοτάδι ήρθαν οι Τούρκοι να αρπάξουν κοπέλες) Τσουχούρ. -ΚΜΣ-Έξοδος Β || Φρ. Ένα κιτ͑αράκ’ κλέφτ’ ασ’ τη νύχτα (Ένα κριθαράκι, δηλ. πολύ λίγο, κλέβει από τη νύχτα˙ λέγεται όταν αρχίζει να μεγαλώνει η μέρα) Ανακ. -Κωστ.Α. Νύχτα το γιαρού (Της νύχτας η μέση˙ μεσάνυκτα) Φλογ. -ΚΕΕΛ 1361 Συνών. βραδέ, γκετζέ