ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

νυφιότικο (ουσ. ουδ.) νυφιότ'κο [nifˈçotko] Αξ. Από του ουσ. νυφιότη και το παραγωγ. επίθμ. -ικος.
Τα καθήκοντα της νύφης και ειδικότ. η υποχρέωσή της να μη μιλά στα πεθερικά της χωρίς την άδειά τους : Νίτσ̑α 'σ' σα γιασ̑ίτια, νυφιότ’κο δεν εκράτησε (Η Νίτσα από τις συνομήλικές της δεν τήρησε το έθιμο του νυφιότικου.) Αξ. -ΙΛΝΕ 1555 Συνών. νυφιοσύνη, νυφιότη