ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ντυζυλντώ (ρ.) ντϋζϋλντώ [dyzylˈdo] Ουλαγ. Από το τουρκ. ρ. düzülmek = τακτοποιούμαι, οργανώνομαι.
Ετοιμάζομαι ή ετοιμάζω : Nτϋζΰλντα, σάγîνî μ’, ντϋζΰλντα»· το σάγîν’ ντϋζΰλ'σε ένα πολλά γεμέκια ("Ετοίμασε, πιάτο μου, ετοίμασε"· το πιάτο ετοίμασε πολλά φαγητά) Ουλαγ. -Dawk. Συνών. χαζιρλαντίζω