ντιζιλντώ
(ρ.)
ντϋζϋλντώ
[dyzylˈdo]
Ουλαγ.
Από το τουρκ. ρ. düzülmek = τακτοποιούμαι, οργανώνομαι.
Ετοιμάζομαι ή ετοιμάζω
:
Nτϋζΰλντα, σάγΙνí μ', ντϋζΰλντα.» το σάγΙν ντϋζΰλ'σε ένα πολλά γεμέκια
(Ετοίμασε, πιάτο μου, ετοίμασε. Το πιάτο ετοίμασε πολλά φαγητά)
Ουλαγ.
-Dawk.
Συνών.
χαζιρλαντίζω