ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ντούτου (ουσ. ουδ.) ντούτ͑ου [ˈdutʰu] Μισθ. ντουτού [duˈtu] Αξ. Πληθ. ντουτούρια [duˈturʝa] Αραβαν. Από το τουρκ. ουσ. tutu = α) ενέχυρο β) διαλεκτ. σημ., σημάδι που αρραβώνων γ) δώρα που δίνουν οι αρραβωνιασμένοι (βλ. THADS, λ. tutu I, tutu II, tutu III), όπου και παλαιότ. και διαλεκτ. τύπ. dutu (Tietze 2016, λ. dutu/tutu).
1. Ενέχυρο Μισθ.
2. Σημάδι αρραβώνα, συνήθως φλουρί Αξ., Αραβαν.