ντούτου
(ουσ. ουδ.)
ντούτ͑ου
[ˈdutʰu]
Μισθ.
ντουτού
[duˈtu]
Αξ., Μαλακ.
Πληθ.
ντουτούρια
[duˈturʝa]
Αραβαν.
Από το τουρκ. ουσ. tutu = α) ενέχυρο β) διαλεκτ., σημάδι αρραβώνων γ) δώρα αρραβώνων (THADS, λ. tutu), όπου και παλαιότ. και διαλεκτ. τύπ. dutu (Tietze 2016, λ. dutu/tutu).
1. Ενέχυρο
Μισθ.
2. Σημάδι αρραβώνα, συνήθως φλουρί
Αξ., Αραβαν., Μαλακ.