αμανάτι
(ουσ. ουδ.)
αμανάτ͑ι
[amaˈnatʰi]
Φάρασ.
αμανάτ'
[amaˈnat]
Μισθ.
αμανέτι
[amaˈneti]
Ανακ.
αμενέτι
[ameˈneti]
Τζαλ.
εμανέτι
[emaˈneti]
Σινασσ.
εμενέτι
[emeˈneti]
Ποτάμ.
Από το μεσν. ουσ. ἀμανάτιον, το οπ. από το παλαιότ. και διαλεκτ. τουρκ. ουσ. amanat (< αραβ. amāna(t)), σύγχρ. emanet. Ο τύπ. αμανέτι νεότ. (Mackridge 2021: 100).
Ενέχυρο, υποθήκη
ό.π.τ.
:
Aφήκιν αμανάτ' ντ’ ασι̂ρμά τ’
(Άφησε ενέχυρο το περιδέραιό της)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Χέκιν ντου αμανάτ'
(Το έβαλε ενέχυρο)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
|| Ασμ.
Κάνει την πλάκα τ’ άλογο, το χώμα γαλινάρι,
αφήνει και το μνήμα του 'ς το Θεό εμενέτι ((Κάνει την ταφόπλακά του άλογο, το χώμα χαλινάρι,
αφήνει και το μνήμα του στον Θεό αμανάτι)) Ποτάμ. -ΚΜΣ-ΚΠ326 Συνών. ρέχιν
αφήνει και το μνήμα του 'ς το Θεό εμενέτι ((Κάνει την ταφόπλακά του άλογο, το χώμα χαλινάρι,
αφήνει και το μνήμα του στον Θεό αμανάτι)) Ποτάμ. -ΚΜΣ-ΚΠ326 Συνών. ρέχιν