ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

αμαξική (ουσ. θηλ.) αμαξική [amaksiˈci] Ανακ. Από ουσιαστικοπ. του θηλ. του αρχ. ή μεταγν. επιθ. ἁμαξικός = σχετικός με οχήματα. Η λ. από τον 11ο αι. και ως ουσ. με την σημ. ‘αμαξιτή οδός’ (LBG, λ. ἁμαξικός). Η λ. και Θράκ. (ΙΛΝΕ, λ. αμαξική).
Δρόμος κατάλληλος για οχήματα