άμμος
(ουσ.)
άμμος
[ˈamos]
Ανακ., Σινασσ., Τροχ.
άμμο
[ˈamo]
Αραβ., Φλογ.
νάμμος
[ˈnamos]
Φάρασ., Φλογ.
άμbους
[ˈambus]
Σίλ.
Από το αρχ. ἄμμος. Ο τύπ. νάμμος ήδη μεσν., με αρκτ. ν- λόγω μετατόπισης ορίου μορφήματος κατά την συμπροφ. με το άρθρ. Ο τύπ. άμbους πιθ. κατάλοιπο διπλωτικής προφοράς (ανομ. διπλών).
Άμμος
ό.π.τ.
:
Τα παιδιά μας σο χώμα κοίμιζαμ' τα· φέρισ̑καμ' χώμα, άμμος, εμείς χωρίς άμμος παιδιά δεν κοίμιζαμ'
(Τα παιδιά μας τα κοιμίζαμε σε χωμάτινη επιφάνεια· φέρναμε χώμα, άμμο. Εμείς χωρίς άμμο παιδιά δεν κοιμίζαμε)
Ανακ.
-Cost.
Σε φέρουμι νιούγου άμbου 'ς του σπίτσ̑ι
(Θα φέρουμε λίγη άμμο στο σπίτι)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Σωρεύτανε τα μερμήτζ̑α· σως τηνευή χώρ'σανε το τζ̑άχρι σόινα το μέρο τζ̑αι 'ς άβ' ντο μέρο ντο νάμμο
(Τα μυρμήγκια συγκεντρώθηκαν· μέχρι το πρωί είχαν ξεχωρίσει τους σπόρους στην μιά πλευρά και την άμμο στην άλλη)
Φάρασ.
-Dawk.
Το άμμο τραβούσε τα ούρα τ’
(Η άμμος τραβούσε τα ούρα του, ενν. του μωρού)
Αραβ.
-ΚΜΣ-ΚΠ163
|| Παροιμ.
Φεύγκει το νερό, 'πομέν' ο νάμμος
(Φεύγει το νερό, απομένει η άμμος˙ για εκείνους που εστιάζουν σε κάτι πρόσκαιρο και παροδικό και όχι στο σταθερό και μόνιμο)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
Συνών.
αμμουδιά, κούμι :1