ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

άμια (ουσ. θηλ.) άμια [ˈamŋa] Σινασσ., Τροχ. Από το νεότ. ουσ. ἀμία = θεία (Λεξ. Δουκ., λ. ἀμμία), το οπ. από βενετ. amia = θεία (ΙΛΝΕ, λ. ἀμία). Λιγότερο πιθ. η ετυμολόγ. από το ουσ. αμμής.
Θεία και γενικώς προσφώνηση σε μεγαλύτερης ηλικίας γυναίκα : Nα την πείσεις θα πει, να την γανdουρτήσεις την άμια Ελέγκω (Να την πείσεις θα πει, να την πείσεις την κυρά Ελέγκω) Σινασσ. -Τακαδόπ. Συνών. ζάζα, θείος, ιζά :1, νινέ, τέτε, τσιτσά, χάλα