άμια
(ουσ. θηλ.)
άμια
[ˈamŋa]
Σινασσ., Τροχ.
Από το νεότ. ουσ. ἀμία = θεία (Λεξ. Δουκ., λ. ἀμμία), το οπ. από βενετ. amia = θεία (ΙΛΝΕ, λ. ἀμία). Λιγότερο πιθ. η ετυμολόγ. από το ουσ. αμμής.