ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ζάζα (ουσ. θηλ.) ζ̑άζ̑α [ˈʒaʒa] Μαλακ., Φλογ. τσατζά [tsaˈdza] Σινασσ. τσ̑ασή [tʃaˈsi] Μαλακ. τσατσά [tsaˈtsa] Σινασσ. τσα [tsa] Σινασσ. Αγν. ετύμ., πιθ. ηχομιμητ. λ. της παιδικής γλώσσας. Πβ. και το αγν. ετύμ. Τουρκ. διαλεκτ. ουσ. eze = θεία. Στο ΙΛΝΕ εξετάζονται ως τύπ. του ουσ. γιαγιά . Ο τύπ. τσατζά από το νεότ. ουσ. τζατζά = μητέρα, κυρά (Λεξ. Σομ., λ. τζατζά).
1. Η μεγαλύτερη αδελφή Μαλακ., Σινασσ. Πβ. κουρούκα :1, τέτε :3
2. Κουνιάδα Μαλακ., Φλογ.
3. Θεία Φλογ. : Κάτσα και 'γω, πεγέν'σα ένα κορίτσ', είπα τα χέμεν σο ζάζα μ' (Έκατσα κι εγώ, είδα ένα κορίτσι που μου άρεσε, το είπα αμέσως στην θεία μου) Φλογ. -ΙΛΝΕ 811 Συνών. άμια, θείος :1, ιζά :1, νινέ, τέτε :1, τσιτσά, χάλα
4. Γενικώς, προσφώνηση σεβασμού σε μεγαλύτερη γυναίκα Σινασσ. Συνών. ιζά :2
Τροποποιήθηκε: 08/08/2025