ζάζα
(ουσ. θηλ.)
ζ̑άζ̑α
[ˈʒaʒa]
Μαλακ., Φλογ.
τσαdζά
[tsaˈdza]
Σινασσ.
τσ̑ασή
[tʃaˈsi]
Μαλακ.
Αγν. ετύμ., πιθ. ηχομιμητ. λ. της παιδικής γλώσσας. Πβ. και το αγν. ετύμ. Τουρκ. διαλεκτ. ουσ. eze = θεία. Στο ΙΛΝΕ εξετάζονται ως τύπ. του ουσ. γιαγιά . Ο τύπ. τσαdζά από το νεότ. ουσ. τζατζά = μητέρα, κυρά (Λεξ. Σομ., λ. τζατζά).
1. Η μεγαλύτερη αδελφή
Μαλακ., Σινασσ.
2. Κουνιάδα
Μαλακ., Φλογ.
3. Θεία
Φλογ.
:
Κάτσα και 'γω, πεγέν'σα ένα κορίτσ', είπα τα χέμεν σο ζάζα μ'
(Έκατσα κι εγώ, είδα ένα κορίτσι που μου άρεσε, το είπα αμέσως στη θεία μου)
Φλογ.
-ΙΛΝΕ 811
Συνών.
άμια, θείος, ιζά :1, νινέ, τέτε, τσιτσά, χάλα