ζαβός
(επίθ.)
ζαβός
[zaˈvos]
Σινασσ.
ζαβό
[zaˈvo]
Μαλακ.
Από το μεσν. επιθ. ζαβός = αγκύλος, στρεβλός, άμυαλος.
Βλάκας, ανόητος
ό.π.τ.