ζαβός
(επίθ.)
ζαβός
[zaˈvos]
Μαλακ., Σινασσ.
Από το μεσν. επιθ. ζαβός = αγκύλος, στρεβλός, άμυαλος.
Τροποποιήθηκε: 11/04/2025