ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ζάγι (ουσ. ουδ.) ζάγι [ˈzaʝi] Φάρασ. ζάι [ˈzai] Φάρασ. Από το τουρκ. ουσ. zayi = α) απώλεια β) ως επίθ., χαμένος, κατεστραμμένος.
2. Ειδικότ., απώλειες μάχης, νεκροί μάχης
Τροποποιήθηκε: 22/02/2025