ζάγι
(ουσ. ουδ.)
ζάγι
[ˈzaʝi]
Φάρασ.
ζάι
[ˈzai]
Φάρασ.
Από το τουρκ. ουσ. zayi = α) απώλεια β) ως επίθ., χαμένος, κατεστραμμένος.
1. Απώλεια
Συνών.
αλντούρντημα, ζαγιάτι, χάνημα, χάσιμο
2. Ειδικότ., απώλειες μάχης, νεκροί μάχης