ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

χάσιμο (ουσ.) χάσιμο [ˈxasimo] Γούρδ., Φάρασ. χάσ̑ιμου [ˈxaʃimu] Μισθ. χάτσ̑ιμο [ˈxatʃimo] Φερτάκ. Από το νεότ. ουσ. χάσιμον = α) απώλεια β) βλάβη, το οπ. από το αορ. θ. του ρ. χάνω και το παραγωγ. επίθμ. -ιμο.
1. Απώλεια προσώπου ή πράγματος Γούρδ., Μισθ. Συνών. αλντούρντημα, ζάγι :1, ζαγιάτι, χάνημα
β. Θάνατος Μισθ., Φάρασ., Φερτάκ. : Ντου χάσιμου τ΄ ντιαρά τι 'δουν! (Ο θάνατός του τώρα τι ήταν! ) Μισθ. -Κοτσαν. Πού είνι ντου χάσιμου; Πού είνι; (Πού είναι ο θάνατος; Πού είναι; ) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Όλα τα ξεύρουμ', μόνο του χάσιμο ντεν ντου ξεύρουμ' (Όλα τα ξέρουμε, μόνο τον θάνατο δεν τον ξέρουμε ) Μισθ. -ΙΛΝΕ 887
2. Ζημιά οικονομική, απώλεια χρημάτων λόγω ανεπιτυχούς επιχειρηματικής δραστηριότητας Μισθ. : Απ' ιτό ντου όργου έιξα χάσιμου (Απ' αυτή την δουλειά είχα ζημιά) Μισθ. -Κοτσαν. Συνών. ζαράρι, ζιγιάνι, κακό, τζερεμές :1