χάσιμο
(ουσ.)
χάσιμο
[ˈxasimo]
Γούρδ., Φάρασ.
χάσ̑ιμου
[ˈxaʃimu]
Μισθ.
χάτσ̑ιμο
[ˈxatʃimo]
Φερτάκ.
Από το νεότ. ουσ. χάσιμον = α) απώλεια β) βλάβη, το οπ. από το αορ. θ. του ρ. χάνω και το παραγωγ. επίθμ. -ιμο.
β.
Θάνατος
Μισθ., Φάρασ., Φερτάκ.
:
Ντου χάσιμου τ΄ ντιαρά τι 'δουν!
(Ο θάνατός του τώρα τι ήταν!
)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Πού είνι ντου χάσιμου; Πού είνι;
(Πού είναι ο θάνατος; Πού είναι;
)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Όλα τα ξεύρουμ', μόνο του χάσιμο ντεν ντου ξεύρουμ'
(Όλα τα ξέρουμε, μόνο τον θάνατο δεν τον ξέρουμε
)
Μισθ.
-ΙΛΝΕ 887
2. Ζημιά οικονομική, απώλεια χρημάτων λόγω ανεπιτυχούς επιχειρηματικής δραστηριότητας
Μισθ.
:
Απ' ιτό ντου όργου έιξα χάσιμου
(Απ' αυτή την δουλειά είχα ζημιά)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Συνών.
ζαράρι, ζιγιάνι, κακό, τζερεμές :1