χασκελώνω
(ρ.)
χασκελώνω
[xasceˈlono]
Σίλατ., Σινασσ.
Από το ρ. διασκελώνω, πιθ. παρετυμολ. κατά το χάσκω (ΙΛΝΕ, λ. δρασκελώνω και Χατζιδάκις 1905-1907: Β 543).
Κάθομαι με ανοιχτά σκέλη