ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

χασταχανές (ουσ. αρσ.) χασταχανές [xastaxaˈnes] Φάρασ., Φλογ. χασταχανα̈́ς [xastaxaˈnæs] Φάρασ. Ουδ. χασταχανά [xastaxaˈna] Μισθ. Από το τουρκ. ουσ. hastahane (και hastane) = νοσοκομείο, όπου και διαλεκτ. τύπ. hastahana
Νοσοκομείο ό.π.τ. : -Πού να τα πάς ετά τα ναίκες; -Να τα παρπάμ' σο χασταχανέ (-Πού θα τις πάς αυτές τις γυναίκες; -θα τις πάμε στο νοσοκομείο) Φλογ. -ΙΛΝΕ 812 Γούλτουσιν ντου χασταχανά (Γλύτωσε το νοσοκομείο, απόφυγε την νοσηλεία) Μισθ. -Κοτσαν. 'στένησα τσι να πάου σου χασταχανά (Αρρώστησα και θα πάω στο νοσοκομείο) Μισθ. -Κοτσαν. Συνών. σπιτάλια :1