χασταχανές
(ουσ. αρσ.)
χασταχανές
[xastaxaˈnes]
Φάρασ., Φλογ.
χασταχανα̈́ς
[xastaxaˈnæs]
Φάρασ.
Ουδ.
χασταχανά
[xastaxaˈna]
Μισθ.
Από το τουρκ. ουσ. hastahane (και hastane) = νοσοκομείο, όπου και διαλεκτ. τύπ. hastahana
Νοσοκομείο
ό.π.τ.
:
-Πού να τα πάς ετά τα ναίκες; -Να τα παρπάμ' σο χασταχανέ
(-Πού θα τις πάς αυτές τις γυναίκες; -θα τις πάμε στο νοσοκομείο)
Φλογ.
-ΙΛΝΕ 812
Γούλτουσιν ντου χασταχανά
(Γλύτωσε το νοσοκομείο, απόφυγε την νοσηλεία)
Μισθ.
-Κοτσαν.
'στένησα τσι να πάου σου χασταχανά
(Αρρώστησα και θα πάω στο νοσοκομείο)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Συνών.
σπιτάλια :1