χατέμγιουσούκ
(ουσ. ουδ.)
χατέμγιουσούκ
[xaˈtemʝuˈsuk]
Ουλαγ.
Από την τουρκ. φρ. hatem yüzük (διαλ. yüsük) = σφραγιδόλιθος.
Πβ.
γιουσούκ
Σφραγιδόλιθος
:
Ντο χατέμγιουσούκ όν ντο ντέκεις εμέ, να σε βγάλω
(Αν μου δώσεις το δαχτυλίδι, θα σε βγάλω έξω)
Ουλαγ.
-Dawk.