χατζής
(ουσ.)
χαdζής
[xaˈdzis]
Ανακ., Αφσάρ., Μισθ., Ποτάμ., Σίλ., Τσαρικ., Φλογ.
χατζ̑ής
[xaˈdʒis]
Φάρασ.
Θηλ.
χατζίνα
[xaˈdzina]
Σίλ.
χατζάνα
[xaˈdzana]
Τσαρικ.
χαdζ̑άβη
[xaˈdʒavi]
Φάρασ.
Από το νεότ. ουσ. χατζής = προσκυνητής, το οπ. από το τουρκ. ουσ. hacı (< αραβ. ḥācī) Η λ. χατζής ως επών. ήδη μεσν.
1. Προσκυνητής στους Αγίους Τόπους στα Ιεροσόλυμα
ό.π.τ.
2. Oι Άγιοι Τόποι
Μισθ.
:
Ογώ τσ’ ισύ 'ντάμα να πάμ' σου Χαdζή
(Εγώ κι εσύ θα πάμε μαζί στους Αγίους Τόπους)
Μισθ.
-Κοτσαν.
3. Βόδι αγορασμένο από χατζή
Μισθ.