ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

χατζής (ουσ.) χαdζής [xaˈdzis] Ανακ., Αφσάρ., Μισθ., Ποτάμ., Σίλ., Τσαρικ., Φλογ. χατζ̑ής [xaˈdʒis] Φάρασ. Θηλ. χατζίνα [xaˈdzina] Σίλ. χατζάνα [xaˈdzana] Τσαρικ. χαdζ̑άβη [xaˈdʒavi] Φάρασ. Από το νεότ. ουσ. χατζής = προσκυνητής, το οπ. από το τουρκ. ουσ. hacı (< αραβ. ḥācī) Η λ. χατζής ως επών. ήδη μεσν.
1. Προσκυνητής στους Αγίους Τόπους στα Ιεροσόλυμα ό.π.τ.
2. Oι Άγιοι Τόποι Μισθ. : Ογώ τσ’ ισύ 'ντάμα να πάμ' σου Χαdζή (Εγώ κι εσύ θα πάμε μαζί στους Αγίους Τόπους) Μισθ. -Κοτσαν.
3. Βόδι αγορασμένο από χατζή Μισθ.