ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

χατζάτι (ουσ. ουδ.) χαdζ̑άτ [xadʒat] Αξ., Αραβαν., Μισθ., Σινασσ. χατσ̑άτι [xaˈtʃati] Σινασσ., Φάρασ. χατσ̑α̈́τι [xaˈtʃæti] Αφσάρ. Από το τουρκ. ουσ. hacet (< αραβ. ḥāca(t)) = α) ανάγκη β) εργαλείο, όπου και διαλεκτ. τύπ. hacat.
1. Σύνεργο, εργαλείο, βοηθητικό αντικείμενο Αφσάρ., Μισθ., Φάρασ. : Ατά του χαdζ̑άτ' βούτα δου (Εκείνο το πράμα άρπαξέ το) Μισθ. -Κοτσαν. Ντώσ' μι λίου εκεινά του χατζ̑ἀτ (Δώσ' μου λίγο εκείνο το εργαλείο) Μισθ. -Κοτσαν. Συνών. αλέτι, καγίτι
β. Κουζινικό σκεύος Μισθ.
2. Ανάγκη Αξ., Αραβαν., Αφσάρ., Σινασσ., Φάρασ. : Ήρτεν σε για ένα χαdζ̑άτ, κάτι ζητάει (Ήρθε για κάτι που χρειάζεται, κάτι ζητάει) Σινασσ. -Λεύκωμα || Παροιμ. Τ’ αλτινιώνας τ͑ύρα ’ς ξ̑υλιώνας τ͑ύρα πέφτ’ στο χαdζ̑άτ' (Η μαλαματένια πόρτα πέφτει στην ανάγκη της ξύλινης πόρτας˙ και οι ανώτεροι έχουν ανάγκη τους κατώτερους) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Το κιöτοΰ γονσ̑ού φερίσ̑κει σε σο χαdζ̑άτ (Ο κακός γείτονας θα σε φέρει σε ανάγκη˙ ο κακός γείτονας σου προκαλεί δυσκολίες) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Συνών. αγρί, μουχτάτσι