ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

αγρί (ουσ. ουδ.) αγρί [aˈɣri] Ανακ., Μαλακ., Μισθ. Αρσ. αγρής [aˈɣris] Φάρασ. Πληθ. αγριά [aˈɣrʝa] Φλογ. αγρίδια [aˈɣriðʝa] Ανακ. Από το τουρκ. ουσ. ağrı = πόνος. Πβ. όμως το ήδη μεσν. ουσ. ἄγγρις = οδύνη, π.χ. Ἐτυμ. Συμεῶν. 1.28.20 «ἀγγρίς· σημαίνει τὴν ὀδύνην», Ἡσύχ. Α 402 «*ἀγγρίας· λύπας» και βλ. DGE (λ. ἄγρις), LBG (λ. ἄγρις), ΙΛΝΕ (λ. ἄγγρι).
1. Πόνος Μαλακ., Φάρασ. : || Φρ. Να βγάλεις τ' αγρίδια (Να αποκτήσεις πόνους˙ αρά) Ανακ. -Κωστ.Α. Να βγάλεις τ' αγριά (Να αποκτήσεις πόνους˙ αρά) Φλογ. -ΚΕΕΛ 1361 Καλημέρα παγρί, η πεθερά μ’ να πιεί το αγρί (Καλημέρα κιούπι, η πεθερά μου να πιεί τον πόνο˙ σκωπτική ευχή νύφης όταν κάθε πρωί πήγαινε στο κιούπι να πιεί κρασί) Ανακ. -Κωστ.Α. Συνών. πόνεμα, πονεσιά, πόνος, σουλάιμα :1
2. Αρρώστια Ανακ., Μισθ. : Μερνικό αγρί (αρρώστια που φέρνει το θάνατο εντός μίας ημέρας) Ανακ. -Cost. Ντεν είχα αγρί (Δεν είχα αρρώστεια) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. Ετό έν' Μπαbαγιάνν’ αγρισί (Αυτό είναι αρθριτικά (από το γειτονικό πρώην χριστιαν. χωριό, όπου υπήρχε χότζας πρακτικός γιατρός)) Ανακ. -Κωστ.Α. || Φρ. Αγ̇ιζ αγρισί (Στοματικός πόνος˙ Ουλίτιδα) Ανακ. -Κωστ.Α.
3. Μτφ., δυσκολία, πρόβλημα, ανάγκη Μισθ. : ’τουν νταλαστίσ'νι ντα γεννήμαδα αγρί ντεν έχ'νι (Όταν αδελφώσουν τα στάρια τότε δεν έχουν ανάγκη) Μισθ. -Κοτσαν. Τι αγρί έσ̑', έο; (Τι ανάγκη έχει, ε;) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. Συνών. μουχτάτσι, σουλάιμα :2, τασά :1