ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

άγουρος (επίθ.) άγουρος [ˈaɣuros] Ανακ., Σινασσ. άουρο [ˈauro] Μισθ. άγωρος [ˈaɣoros] Σίλατ., Σινασσ. άγ’ρο [ˈaɣro] Σινασσ. άβ’ρος [ˈavros] Φάρασ. άβρο [ˈavro] Φλογ. άβ’ρου [ˈavru] Μαλακ. Από το μεσν. επίθ. ἄγουρος < αρχ. ἄωρος.
1. Άγουρος ό.π.τ. : Άβ’ρα τζάχαλα (Άγουρα βερίκοκκα) Φλογ. -ΚΕΕΛ 1361 || Ασμ. To ’μπέλι μας έν’ άβ’ρο | η Αποκρά μας ήρτε μαύρο ( Το αμπέλι μας είναι άγουρο, η Αποκριά μας ήρθε μαύρη) Φάρασ. -Λαμπρ. Συνών. αγένωτος :1, χαμ
2. Νέος και ταχύς Σίλατ. : || Ασμ. Αν ποίκεις το μαύρο σου πουλί κι άγωρο χελιδόνι
παγαίνεις και συφτάνεις ποτέ την ευλογίζουν
(Αν κάνεις το μαύρο σου άλογο πουλί και γρήγορο χελιδόνι
πηγαίνεις και φτάνεις την ώρα που την παντρεύουν)
Σίλατ. -Χωλόπ.Μ.
Πβ. αψύς, ταρνός
3. Ως ουσ., μόνο σε άσμ., ο νεαρός άνδρας Ανακ., Σινασσ. : || Ασμ. γεμώνει καυκί, τον άγουρο το δίνει [ …]
πίνει τ’ άγωρος κι όλα ’τανε φαρμάκι
(Γεμίζει κούπα, στον νεαρό την δίνει […] πίνει ο νεαρός κι όλα ήταν δηλητήριο) Σινασσ. -Lag.
Συνών. ντελικανής, παιδί, Πβ. σαχίν