αγριόκατα
(ουσ. θηλ.)
αγρόκατα
[aˈɣrokata]
Αραβαν.
'γρουκάτα
[ɣruˈkata]
Φάρασ.
Μεσν. ουσ. ἀγριόκαττα (και στο Λεξ. Σομ.). Η λ. με τύπ. αγροκάτα και Πόντ.