αγρώστι
(ουσ. ουδ.)
αγρώστι
[aˈɣrosti]
Αξ., Σινασσ.
αγρώστ'
[aˈɣrost]
Μαλακ., Μισθ., Σίλατ., Σινασσ.
αγρώσ̑τ’
[aɣˈroʃt]
Ανακ., Φλογ.
αγρώσ̑’
[aɣˈroʃ]
Δίλ.
αγρώχτσ̑ι
[aˈɣroxtʃi]
Αραβαν., Γούρδ.
αργώχτσ̑ι
[arˈɣoxtʃi]
Αραβαν.
Πληθ.
αγρώστια
[aˈɣrostça]
Μαλακ., Σίλατ.
Από το αρχ. ουσ. ἄγρωστις και το υποκορ. επίθμ. -ιον > -ι. Για την φωνολογική εξέλιξη του αρχ. τύπου, βλ. Χατζιδάκις, ΜΝΕ Β΄, 219, 286.
1. Το δημητριακό φυτό Kυνόδους ο δάκτυλος (Cynodon dactylon) της τάξεως των αγρωστιδών
Ανακ., Σινασσ.
2. Κατά πληθ., ρἰζα του ίδιου φυτού το οπ. χρησιμοποιείται για καθαρισμό των σκευών με τρίψιμο
Αραβαν., Σίλατ.
3. Αγριάδα
Αξ., Δίλ., Μαλακ., Μισθ., Φλογ.
:
'ς το κόμμα φύτρωσεν γκόσμος αγρώστι
(Στο χωράφι φύτρωσε πολλή αγριάδα)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Συνών.
αϊρίχι