άδειος
(επίθ.)
άδειος
[ˈaðʝοs]
Σινασσ.
Από το νεότ. επίθ. ἄδειος (Λεξ. Κριαρ., Λεξ. Σομ.), το οπ. από το ρ. ἀδειάζω υποχωρητ.
1. Άεργος
Συνών.
αβαράς
2. Κενός
Συνών.
εύκαιρος :1, μπος :1