ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

αδελφός (ουσ.) αδελφός [aðelˈfοs] Μαλακ., Ποτάμ., Σίλατ., Τελμ., Φλογ. αδελφό [aðelˈfο] Ανακ., Γούρδ., Σινασσ., Τελμ., Φλογ. αdελφός [adelˈfοs] Αξ., Αραβαν. αdελφό [adelˈfo] Αραβαν., Φερτάκ. αδεφός [aðeˈfοs] Φάρασ., Φκόσ. αδεφό [aðeˈfο] Μισθ. αελφός [aelˈfοs] Αξ., Μισθ., Σεμέντρ. αϊλφό [ailˈfo] Μισθ., Τσαρικ. αλεφρός [alefˈrοs] Σίλ., Φλογ. αρεφλός [areˈflos] Σίλ. Πληθ. αλεφρήρoι [alefˈriri] Σίλ. Θηλ. αδελφή [aðelˈfi] Σινασσ., Φλογ. αελφή [aelˈfi] Αξ. αϊλφή [ailˈfi] Μισθ. α’ιφή [aiˈfi] Μισθ. αδερφή [aðerˈfi] Σινασσ. αλεφρή [aleˈfri] Σίλ. Κλητ. άελφη [ˈaelfi] Σεμέντρ. Θηλ. Πληθ. αδελφάδες [aðelfaˈðes] Φερτάκ. αδερφάδες [aðerfaˈðes] Ποτάμ. αϊλφάις [ailˈfais] Μισθ. αdελφήες [adelˈfies] Αξ. αελφήες [aelˈfies] Αξ. αλεφρήρες [aleˈfrires] Σίλ. Πληθ. Ουδ. αδέλφια [aˈðelfça] Καρατζάβ., Σεμέντρ. αέλφια [aˈelfça] Αξ., Μισθ. ’δέρφα [ˈðerfa] Αφσάρ. αδέλφε [aˈðelfe] Φάρασ. αδελφόγια [aðelˈfoʝa] Μισθ., Φερτάκ. Από το αρχ. ουσ. ἀδελφὸς (> μεσν. ἀδερφός). Στην καππαδοκική ενίοτε διατηρείται το σύμπλ. συμφὠνων [lf] χωρίς την συνήθη τροπή σε [rf] (Dawkins 1916: 81).
Αδελφός, αυτός ο οποίος γεννήθηκε από τους ίδιους γονείς ή από την ίδια μητέρα ή από τον ίδιο πατέρα ό.π.τ. : Το μέγα αδελφός είπε (Ο μεγάλος αδερφός είπε) Φλογ. -Dawk. Αλεφρό μου είρα του (Είδα τον αδερφό μου) Σίλ. -Κωστ.Σ. Έεις α'ιλφό; (Ἐχεις αδελφό;) Αξ. -Μαυροχ. Είπαν με, μάλωσες με τ'ν αελφή σ' (Μου είπαν ότι μάλωσες με την αδελφή σου) Αξ. -Παυλίδ. Του κοριτσιού τα αδέλφια (Τα αδέρφια του κοριτσιού) Τελμ. -Dawk. Όταν είδιε που έχ’ ο αδελφό τ’ παράδια, ήθελε να μάθ’ πού τα ηύρεν (Όταν είδε ότι ο αδελφός του έχει λεφτά, ήθελε να μάθει πού τα βρήκε) Σινασσ. -Αρχέλ. Ισ̑ύ είσαι το 'μό αδελφό μ', δεν το θωρείς με; Το ρένκι σ' μοιάζ̑' 'ς το 'μό (Εσύ είσαι ο αδελφός μου, δεν το βλέπεις; Το χρώμα σου είναι ίδιο με το δικό μου) Φλογ. -ΚΕΕΛ 1361 Το μέγο τουν αδεφός έμbη σο πρώτον τη στράτα, ’ς μέσης τουν έμπην σο δεύτερο τη στράτα τσ̑αι το μιτσίκκο αδεφός έμπην σο τρίτον τη στράτα (Ο μεγάλος αδελφός μπήκε στον πρώτο δρόμο, ο μεσαίος μπήκε στον δεύτερο δρόμο και ο μικρός αδελφός μπήκε στον τρίτο δρόμο) Φάρασ. -Παπαδ. Με ’δεφό μου, να με τα είπες τε χτες, το χατίρι σου τσ̑ο τσ̑ακώνκα τα (Αδελφέ μου, αν μου το είχες πει από χτες, το χατίρι σου δεν θα το χάλαγα) Φάρασ. -Παπαδ. Βαβά μ’ είχ̇ιν έν’ α’ιφή (Ο πατέρας μου είχε μιά αδελφή) Μισθ. -VLACH Ένα σ̑αβάρ' ντα ντυό αϊλφάι μ' πήαν να πάρ'νι ένα μεροκάματο (Μια φορά οι δυό αδελφές μου πήγαν να πάρουνε ένα μεροκάματο) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. Kλαίισκι ντ' αϊλφό τ', σκότουσαν ντου (Έκλαιγε τον αδελφό της, τον σκότωσαν) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. Τι μας έπ'κες άελφη; (Τι μας έκανες αδελφή;) Σεμέντρ. -ΚΜΣ-ΚΠ280 || Φρ. Επτά αδέλφια (Ο αστερισμός των Πλειάδων) Σεμέντρ., Καρατζάβ. -ΚΜΣ-ΚΠ234 Το καλό το γονσού ασ' το αdελφό σ' καλά ντράνα το (Τον καλό τον γείτονα από τον αδερφό σου καλύτερα κοίταζέ τον˙ Να φροντίζεις τους κοντινούς σου ανθρώπους καλύτερα και από τους συγγενείς σου) -Φωστ.-Κεσ. || Ασμ. Τη μέση κείται μάνα μου σην άκρη αδελφή μου (Στην μέση κείτεται η μάνα μου, στην άκρη η αδερφή μου) Τελμ. -Lag. Ἀδελφε, ήκ'σα πέθανες, άδελφε μ' ήκ'σα χάθης.
Ποιός τα ειπεν το πέθανα, ποιός τα ειπεν το χάθα;
(Αδελφέ, άκουσα ότι πέθανες, αδελφέ μου άκουσα ότι χάθηκες.
Ποιος είπε ότι πέθανα, ποιος είπε ότι χάθηκα;)
Ανακ. -ΙΛΝΕ 374
Καρσού για καρσού 'ς τα παραθύρια σου καθούτσαν δυό αδελφάδες (Αντικριστά στα παραθύρια σου κάθονταν δύο αδελφές) Μαλακ. -Παχτ. Συνών. καρντάσης