αδελφόκας
(ουσ. αρσ.)
αδελφόκας
[aðelˈfokas]
Ανακ.
Από το ουσ. αδελφός και το υποκορ. επίθμ. -κας. Για τον σχηματ. πβ. γιος-γιόκας, γονιός-γονιόκας και κυρίως το μεσν. ουσ. κυρ-κύρκας.
Θωπευτ., αδελφός, μόνο σε άσμ.
:
|| Ασμ.
Φέρ' και τον αδελφόκα μου το παραμοιάζ' εμένα
(Φέρε και τον αδελφούλη μου που μου μοιάζει)
Ανακ.
-ΙΛΝΕ 374
Πβ.
αδελφός, καρντάσης, παράδελφος, πασάς