ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

άγω (ρ.) Υποτ. άγω [ˈaɣo] Τελμ. άω [ˈao] Ουλαγ., Τελμ., Φερτάκ. άμω [ˈamo] Τελμ. έμω [ˈemo] Τελμ. Πληθ. σάμ' [sam] Τελμ. Προστ. Εν. άγ'με [ˈaɣme] Σινασσ. άμε [ˈame] Αξ., Αραβ., Δίλ., Μισθ., Ουλαγ., Ποτάμ., Τελμ., Τσαρικ., Φάρασ., Φλογ. άμι [ˈami] Αφσάρ., Μαλακ., Μισθ., Τσουχούρ. άμα [ˈama] Αραβαν., Γούρδ. άμ' [am] Αραβαν. σάμ' [sam] Τελμ. άιμε [ˈaime] Σινασσ. κάμα [ˈkama] Σίλ. σκάμα [ˈskama] Σίλ. Πληθ. άγ’τε [ˈaɣte] Σινασσ. άμ’τε [ˈamte] κ.α., Σίλατ. αμέτε [aˈmete] Ανακ., Δίλ., Τζαλ., Φλογ. αμέdε [aˈmede] Φάρασ., Φλογ. αμέτι [aˈmeti] Μισθ. αμέτ' [aˈmet] Ανακ., Ουλαγ., Φλογ. αμάτ' [aˈmat] Αραβαν. άματ' [ˈamat] Γούρδ. σκάματι [ˈskamati] Σίλ. Μεσν. ρηματ. τύπ. ἄμε (προστακτική του ρ. πηγαίνω) από το ἄγωμε (<αρχ. ἄγωμεν = ας πάμε) με αποβολή του μεσοφ. /ɣ/ και στην συνέχεια αποφυγή της χασμωδίας μέσω της αποβολής του /o/. Ο τύπ. άμα με τελικό κατ' επίδραση άλλων προστακτικών σε . Ο τύπ. άμ' από τον τύπ. άμε με αποβ. του τελικού /e/ αρχικά πριν από λέξεις που άρχιζαν με φωνήεν. O τύπ. σάμ' λόγω συνεκφ. με το μόριο ας. Στον πληθ. ο τύπ. άμε εξελίχθηκε στο ήδη μεσν. άμετε (κατ' επίδρ. προστακτικών πληθ. όπως λέγετε) και στην συνέχεια σε αμέτε κατ' επίδρ. παροξύτονων προστακτικών όπως ελάτε. Ο τύπ. αμάτ' επίσης αναλογ. προς το ελάτε. Ο τύπ. σ̑άμ'/σάμ' από επανάλυση της φρ. α' πληθ. ας̑ άμ' ‘Ας πάμε’, με αποβολή του άτονου ακρτ. και συνεκφ. του μορ. με τον ρηματ. τύπ. Οι τύπ. κάμα, σκάμα πιθ. λόγω κάποιου είδους συνεκφ.
1. Αμτβ., μόνο ως προστακτ., πηγαίνω ό.π.τ. : Aς άγω (Ας πάω) Φερτάκ. -Αλεκτ. Εσ̑ύ κάσε εδού και εγώ ας̑ άγω, ασ' σο βαβά μ' ας πάρω ασκέρια κι ας έρτω κι ας σε παρσ̑άω (Εσύ μείνε εδώ κι εγώ ας πάω να φέρω στρατιώτες από τον πατέρα μου και θα έρθω να σε πάρω) Τελμ. -Dawk. Eμένα αν με μπατιρντίεις τρία φοράς, και βγάλειζ με σο μύλου σο σ̑ιφών', και γένω δώδεκα χρονού, ας̑ άω και ας το δείξω σε (Εάν με βουτήξεις τρεις φορές και με βγάλεις στην ροή του νερού του μύλου, και γίνω δώδεκα χρονών, θα μπορώ να πάω και να σου δείξω) Τελμ. -Dawk. Ας άμε (Ας πάμε) Φερτάκ. -Αλεκτ. Να σάμ' σο χωράφι (Να πάμε στο χωράφι) Τελμ. -ΚΜΣ-Θεοδ. Χάιdε σ̑άμ' (Άντε, ας πάμε) Τελμ. -Dawk. Άγ'με συ κι εγώ έρχομαι (Πήγαινε συ κι εγώ έρχομαι) Σινασσ. -ΙΛΝΕ Άμε, φέρε λαγούδια και μπερντίκια (Πήγαινε, φέρε λαγούς και πέρδικες) Τελμ. -Dawk. Άμε, πήγε! Πανουφόρου μη γρέφ' (Πήγαινε, ξεκίνα! Και να μην κοιτάς προς τα πάνω) Φάρασ. -Dawk. Εσ̑ύ σ̑ήκω κι άμα σο σπίτσ̑ι σ' (Εσύ σήκω και πήγαινε στο σπίτι σου) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Άμι 'ς αμbέλ' τσ̑ι φέρ' σταφύλια (Πήγαινε στο αμπέλι και φέρε σταφύλια) Μισθ. -Κοτσαν. Άμι σου Νικόλα (Πήγαινε στον Νικόλα) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Άμι, γρέπ' τα βόιδα μας (Πήγαινε, φύλαγε τα βόδια μας) Αφσάρ. -Dawk. Αμ', εύρου το Θεό (Πήγαινε, βρες τον Θεό) Φάρασ. -Dawk. Αμέτε, βράτε τις χωρώτοι, πέτε τα ν'τα μάθουν (Πηγαίνετε, βρέστε τους χωριανούς σας, πέστε τα να τα μάθουν) Φάρασ. -Θεοδ.Ιστ. Α σας δώκω πενήνdα λίρες και αμέdε ιgιά σο κ̔αλαbαλι̂́χ μέσα (Θα σας δώσω 50 λίρες και πάτε μέσα στο πλήθος) Φλογ. -Dawk. Σκάμα κάτου χαζ'νά (Πήγαινε κάτω στο θησαυροφυλάκιο) Σίλ. -Dawk. Αμέdε, καρακώσετε τα θύρα σας (Πηγαίνετε και κλείστε τις πόρτες σας) Φάρασ. -Dawk. Αμέτ', καλά ντρανάτ' απάνω κάτω (Πηγαίνετε, κοιτάξτε καλά πάνω κάτω) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Έλα, ας̑ άμ'· ντο μο̈χΰρ' ηύρα το (Έλα, ας πάμε· τον βρήκα τον σφραγιδόλιθο) Φερτάκ. -Dawk. Άγ'τε, ας πάμ' (Εμπρός, ας πάμε) Σινασσ. -Αρχέλ. Αμάτ' σο χωριό σας και μποίκετ' αγρυπνίες (Πηγαίνετε στο χωριό σας και κάντε αγρυπνίες) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. || Φρ. Ας άει σα ντέματα (Ασ πάει στα σίδερα˙ στον διάολο!) Φερτάκ. -Κρινόπ. Άμι-έλα (Πήγαινε-έλα˙ Πηγαινέλα) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. Μετά άμι παρέμα (Μετά έλα γύρνα˙ Μετά ας γυρίσεις) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Αμέτι σου καλό (Πηγαίνετε στο καλό) Μισθ. -Κωστ.Μ. Αμέτ' στο καλό (Πηγαίνετε στο καλό) Αξ. -Μαυροχ. || Ασμ. Ας άμω κι εγώ αντάμα σας, ας βγω από τον Άιδο (Ας πάω κι εγώ μαζί σας, ας βγω από τον Άδη) Τελμ. -Lag. Έλ' ας άμεν, εγώ ’μαι Κωνστανdίνος (Έλα, ας πάμε, εγώ είμαι ο Κωνσταντίνος σου) Τελμ. -Lag. Χάρε, σάλτα μ' ασ' τα μαλλιά και πιάσε μ' ασ' τα χέρια
και δείξε με τση τέντα σου και μoναχό μ' ας άγω
(Χάρε, άφησε με απ' τα μαλλιά και πιάσε μ' απ'τα χέρια
και δείξε μου την σκηνή σου και μόνος μου ας πάω)
Τελμ. -Αλεκτ.
Άγ'με εσύ 'ς τη μάνα μας κι εγώ αδαρά θε νάρτω (Πήγαινε συ στην μάνα μας κι εγώ θα έρθω αμέσως) Σινασσ. -Αρχέλ. Ας έμω σο λουτρό, ας λουστώ (Ας πάω στο λουτρό ας λουστώ) Τελμ. -Lag. Χάιντι σκαμάτι, μερ γουζιά μου (Άιντε πηγαίνετε, βρε αρνάκια μου) Σίλ. -Κωστ.Σ. Πβ. αγιούρ, σηκώνω
2. Μτβ. οδηγώ, μεταφέρω Αξ., Σίλατ., Τελμ. : Έπαρ' το κι άμε πολλασ̑υγιές απ' εμέ (Πάρ' το και πήγαινέ του χαιρετισμούς από μένα) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. || Ασμ. Σ' όλα τα κάστρα αμέτε με
και ση Νίκαιας το κάστρο μη με στάλτε
(Πηγαίνετέ με σ' όποιο κάστρο θέλετε
και στης Νίκαιας το κάστρο μη με πάτε)
Τελμ. -Lag.
Συνών. παγάζω, πηγαίνω
3. Παρακελευσμ. μόρ. Σινασσ. : Άγ'τε, ας πάμ' (Άντε, ας πάμε) Σινασσ. -Αρχέλ. Συνών. άιντε, ας, για, ε, να