αδελφιδής
(ουσ. αρσ.)
αδελφιδής
[aðelfiˈðis]
Σινασσ.
αδερφιδής
[aðerfiˈðis]
Σινασσ.
Aπό το μεταγν. ουσ. ἀδελφιδής < αρχ. ἀδελφιδοῦς.
Ανιψιός
:
O Xρήστος, του θεία σ' Μάρτας ο αδερφιδής
(Ο Χρήστος, ο ανιψιός της θείας σου της Μάρθας)
Σινασσ.
-Λεύκωμα
Συνών.
αδελφιδάρι, ανεψιός, γεγένι