ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

αδράχτι (ουσ. ουδ.) αδράχτ' [aˈðraxt] Ποτάμ., Σίλατ., Σινασσ. αδράχτσι [aˈðraxtʃi] Γούρδ. αντράχτσ̑ι [aˈdraxtʃi] Αραβαν., Σίλ. αντράχτ' [aˈdraxt] Μισθ. αγράχτ' [aˈɣraxt] Αξ., Μισθ., Ποτάμ., Σεμέντρ., Φλογ. αργάχτσ̑ι [arˈɣaxtʃi] Αραβαν. αγράχ' [aˈɣrax] Φλογ. αγράκ' [aˈɣrak] Ουλαγ., Φλογ. Από το μεσν. ουσ. ἀδράχτι < μεταγν. ἀτράκτιον.
1. Αδράχτι, το επίμηκες κυλινδρικό ξύλο στο οπ. τυλίγεται το νήμα που παράγεται κατά το γνέσιμο ό.π.τ. Συνών. καρμάνα, τσικρίκι :1
2. Εξάρτημα του μάγγανου, κάθετος βιδοειδής άξονας γύρω από τον οπ. γίνεται η περιστροφή Αξ., Φλογ. Πβ. παλληκάρι