αδράχτι
(ουσ. ουδ.)
αδράχτ'
[aˈðraxt]
Ποτάμ., Σίλατ., Σινασσ.
αδράχτσι
[aˈðraxtʃi]
Γούρδ.
αντράχτσ̑ι
[aˈdraxtʃi]
Αραβαν., Σίλ.
αντράχτ'
[aˈdraxt]
Μισθ.
αγράχτ'
[aˈɣraxt]
Αξ., Μισθ., Ποτάμ., Σεμέντρ., Φλογ.
αργάχτσ̑ι
[arˈɣaxtʃi]
Αραβαν.
αγράχ'
[aˈɣrax]
Φλογ.
αγράκ'
[aˈɣrak]
Ουλαγ., Φλογ.
Από το μεσν. ουσ. ἀδράχτι < μεταγν. ἀτράκτιον.
1. Αδράχτι, το επίμηκες κυλινδρικό ξύλο στο οπ. τυλίγεται το νήμα που παράγεται κατά το γνέσιμο
ό.π.τ.
Συνών.
καρμάνα, τσικρίκι :1
2. Εξάρτημα του μάγγανου, κάθετος βιδοειδής άξονας γύρω από τον οπ. γίνεται η περιστροφή
Αξ., Φλογ.
Πβ.
παλληκάρι