αετός
(ουσ. αρσ.)
αετός
[aeˈtos]
Σίλατ.
αγιτός
[aʝiˈtos]
Μαλακ.
Aρχ. ουσ. ἀετός. Ο τύπ. αγιτός από τον νεότ. τύπ. ἀϊτός με ανάπτυξη μεσοφωνηεντικού [ʝ].