ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

αετός (ουσ. αρσ.) αετός [aeˈtos] Σίλατ. αγιτός [aʝiˈtos] Μαλακ. Aρχ. ουσ. ἀετός. Ο τύπ. αγιτός από τον νεότ. τύπ. ἀϊτός με ανάπτυξη μεσοφωνηεντικού [ʝ].
Το πτηνό αετός ό.π.τ. : Ετό το παιδί κούνσεν ντα τουλούμια απάνω σο αετό (Το παιδί πέταξε τα δέρματα πάνω στον αετό) Σίλατ. -Dawk. Συνών. ατματζάς, καρτάλος, τσαϊλάχος, κυνηγάρης